συκοπερίβολο

συκοπερίβολο
το, Ν
τόπος κατάφυτος με συκιές, συκεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + περιβόλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συκοπερίβολο — το περιβόλι γεμάτο συκιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”